τυπικός

τυπικός
-ή, -ό / τυπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τύπος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο
2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ νοσοῡντες τοὺς λεγομένους τυπικοὺς κατά τινα τύπον κανονικῶς ἐπερχομένους πυρετούς», Καίλ. Αυρ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελεί το κύριο γνώρισμα μιας ομάδας («τα τυπικά χαρακτηριστικά τής μαύρης φυλής»)
2. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους τύπους («τυπική επίσκεψη»)
3. αυτός που δεν παρουσιάζει τίποτε το ιδιαίτερο («τυπική περίπτωση γαστρίτιδας»)
4. (για πρόσ.) α) αυτός που συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις εθιμικές απαιτήσεις ή τους κοινωνικούς κανόνες, υποδειγματικός («είναι πάντοτε πολύ τυπικός στις υποχρεώσεις του)
β) (κατ' επέκτ.) τακτικός, μεθοδικός («είναι πολύ τυπική στη δουλειά της»)
5. α) αυτός που αναφέρεται στην εξωτερική μορφή και όχι στην ουσία, συμβατικός (α. «η συζήτησή μας ήταν εντελώς τυπική» β. «έχω απλώς μια τυπική σχέση μαζί του»)
β) ψυχρός, χωρίς εγκαρδιότητα («μού απηύθυνε έναν τυπικό χαιρετισμό»)
6. (για πρόσ.) ο υπερβολικά προσηλωμένος στους τύπους, αυτός που θέτει τους τύπους πάνω από την ουσία, φορμαλιστής
7. φρ. α) «τυπικά και τελετουργικά αντικείμενα»
θρησκειολ. αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε λατρείες, τελετουργίες και ιερές τελετές
β) «τυπικό έγκλημα»
(νομ.) έγκλημα στο οποίο δεν απαιτείται η επέλευση ορισμένου κολάσιμου αποτελέσματος για την επιβολή ποινής, όπως είναι λ.χ. η δυσφήμηση ή η ψευδορκία
γ) «τυπική αιτία»
(φιλοσ.) (στον Αριστοτ.) ουσιώδες στοιχείο το οποίο εντάσσει ένα ον στο είδος του, η μορφή ή η δομή η οποία τό διακρίνει από τα άλλα, σε αντιδιαστολή προς την υλική αιτία ή ύλη
δ) «τυπική απόκλιση»
μαθημ. η τετραγωνική ρίζα τής διασποράς μιας τυχαίας μεταβλητής, η οποία συμβολίζεται με σ
ε) «τυπική λογική»
(φιλοσ.) ο κλάδος τής λογικής που έχει ως κύριο αντικείμενο έρευνας τις προτάσεις ή αποφάνσεις και τα απαγωγικά επιχειρήματα, αφού αφαιρεθούν όμως από το περιεχόμενο τους οι δομές ή τα λογικά σχήματα που περιέχουν
στ) «τυπικό βάρος»
χημ. το άθροισμα τών ατομικών βαρών όλων τών ατόμων που εμφανίζονται σε έναν χημικό τύπο
ζ) «τυπικός όγκος»
ιατρ. όγκος από ιστούς οι οποίοι είναι όμοιοι με τους ιστούς τού οργάνου από το οποίο προέρχονται
η) «τυπικό γνώρισμα»
βιολ. γνώρισμα χαρακτηριστικό μιας και μόνο ομάδας ζώων ή φυτών, λ.χ. είδους, γένους ή οικογένειας
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που επιβάλλεται από τη συνήθεια, από τα καθιερωμένα ή από έναν κανονισμό (α. «έγινε ανταλλαγή τών τυπικών φιλοφρονήσεων» β. «λέγων τινὰ ῥήματα τυπικά», Θεόφιλ. Αντικήν.)
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τυπικό
μσν.-αρχ.
συμβολικός («φῶς δὲ τυπικὸν καὶ σύμμετρον τοῑς ὑποδεχομένοις, ὁ γραπτὸς νόμος», Γρηγ. Ναζ.)
αρχ.
αυτός που μπορεί να κατασκευαστεί ή που είναι επεξεργασμένος σύμφωνα με έναν τύπο, με μια μήτρα, με ένα καλούπι.
επίρρ...
τυπικώς / τυπικῶς, ΝΜΑ, και τυπικά Ν
νεοελλ.
με τυπικό τρόπο
μσν.-αρχ.
με συμβολικό τρόπο
αρχ.
1. σύμφωνα με τον τύπο, με το αρχέτυπο
2. με παραδείγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυπικός — impressionable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τύπους, που γίνεται σύμφωνα με αυτούς: Τυπική επίσκεψη. 2. που αναφέρεται στον τύπο, δηλ. στην εξωτερική μορφή και όχι στην ουσία: Τυπικές διαπραγματεύσεις. 3. που επιβάλλεται από συνήθεια ή από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυπικά — τυπικός impressionable neut nom/voc/acc pl τυπικά̱ , τυπικός impressionable fem nom/voc/acc dual τυπικά̱ , τυπικός impressionable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικώτερον — τυπικός impressionable adverbial comp τυπικός impressionable masc acc comp sg τυπικός impressionable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικῶν — τυπικός impressionable fem gen pl τυπικός impressionable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικόν — τυπικός impressionable masc acc sg τυπικός impressionable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπικώτατα — τυπικός impressionable adverbial superl τυπικός impressionable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερατείο — Τυπικός θεσμός των ανώτερων θρησκειών. Αναφέρεται στο σύνολο των ιερέων μιας θρησκείας και σκοπός του είναι η τέλεση και διαφύλαξη της λατρείας. Ο θεσμός αυτός προβλέπει τουλάχιστον πρακτική –αν όχι θεωρητική– διάκριση μεταξύ της σφαίρας του… …   Dictionary of Greek

  • φάλαγγα — Τυπικός στρατιωτικός σχηματισμός στην αρχαία Ελλάδα, που τον αποτελούσαν πολεμιστές που παρατάσονταν κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και ασπίδες. Με την πυκνή τάξη της, η μονάδα αυτή, εκτός του ότι αποτελούσε… …   Dictionary of Greek

  • τυπικαῖς — τυπικός impressionable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”